- εκχύλιση
- [-ις (-εως)] η экстрагирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
εκχύλιση — η 1. η εξαγωγή χυλού από καρπό, φυτό, κρέας κτλ. 2. (χημ.), μέθοδος παραλαβής ορισμένων συστατικών ενός μείγματος με τη χρησιμοποίηση κατάλληλου διαλυτικού μέσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… … Dictionary of Greek
εκχύλισμα — το, ατος 1. αυτό που βγαίνει από την εκχύλιση (βλ. λ.). 2. βιομηχανικό προϊόν που προέρχεται από συμπύκνωση ως έναν ορισμένο βαθμό ενός διαλύματος που παράγεται από την εκχύλιση ζωικής ή φυτικής ουσίας. 3. (φαρμ.), σύνθετο φάρμακο, που γίνεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… … Dictionary of Greek
εκχυλισματικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα («εκχυλισματικές ουσίες») … Dictionary of Greek